- καταῦσαι
- κατά-αὔω 2cry outaor inf actκαταῦ̱σαι , κατά-ὕωrainperf ind mp 2nd sgκαταῦσαι , κατά-ὕωrainaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αύω — (I) αὔω (Α) ανάβω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία του ρ. αύω, η σχετική με τη φωτιά, διαφέρει από τη σημασία των συνθέτων του πρβλ. εξαύω «εξάγω, βγάζω», εξαύσαι «εξελείν» (Η σύχ.), καταύω «καθαιρώ, καταστρέφω», καταύσαι «καταντλήσαι, καταδύσαι» και… … Dictionary of Greek
aus- (*heuks) — aus (*heuks) English meaning: to draw (water), ladle, *shed blood Deutsche Übersetzung: ‘schöpfen” Root aus : “to draw (water), ladle” derived from the stem: au̯/е/ , aue̯ nt : of Root au(̯ e) 9, au̯ed , au̯er : “to flow, to wet;… … Proto-Indo-European etymological dictionary